- στέγᾳ
- στέγαι , στέγηrooffem nom/voc plστέγᾱͅ , στέγηrooffem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στέγα — στέγᾱ , στέγη roof fem nom/voc/acc dual στέγᾱ , στέγη roof fem nom/voc sg (doric aeolic) στέγᾱ , στέγος roof neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγα — ἡ, Α βλ. στέγη … Dictionary of Greek
στεγάσας — στεγά̱σᾱς , στεγάζω cover fut part act fem acc pl (doric) στεγά̱σᾱς , στεγάζω cover fut part act fem gen sg (doric) στεγάσᾱς , στεγάζω cover aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγας — στέγᾱς , στέγη roof fem acc pl στέγᾱς , στέγη roof fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγάσαι — στεγά̱σᾱͅ , στεγάζω cover fut part act fem dat sg (doric) στεγάζω cover aor inf act στεγάσαῑ , στεγάζω cover aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγη — Τμήμα οικοδομής, που καλύπτει το πάνω μέρος της για να προφυλάξει το εσωτερικό της από τις καιρικές συνθήκες. Τύποι στέγης είναι η ταράτσα, η επικλινής, η αψίδα και θόλος. Η ταράτσα είναι μια επίπεδη οροφή που αποτελείται, από ξύλινες ή… … Dictionary of Greek
στεγανόμος — ον, Α 1. κατοικίδιος («στεγανόμους ὄρνιθας», Λυκόφρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ στεγανόμος α) τίτλος ιερατικού αξιώματος β) ιδιοκτήτης κατοικίας, σπιτονοικοκύρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέγη /στέγᾱ + νόμος*] … Dictionary of Greek
στέγαι — στέγη roof fem nom/voc pl στέγᾱͅ , στέγη roof fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)